μείρονται

μείρονται
μείρομαι
receive as one's portion
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • μορφονιός — ιά 1. όμορφος νέος, ομορφοκαμωμένος («έρχονται οι μορφονιές και κλαιν και μείρονται και τον αγαπημένο τους γυρεύουν», Πορφύρ.) 2. νέος που κάνει τον ωραίο («τήν τριγυρίζουν πολλοί μορφονιοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομορφονιός < όμορφος + νέος / νιος,… …   Dictionary of Greek

  • ἱμείρονται — ἱ̱μείρονται , ἱμείρω long for pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”